- θης
- θής, -τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α)1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο2. στον πληθ. οἱ θῆτεςα) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν την κατώτερη τάξη τών ελευθέρων σε μια ελληνική πόληβ) (στην Αθήνα) η κατώτερη από τις τέσσερεις τάξεις πολιτών με ετήσιο εισόδημα λιγότερο από 200 μεδίμνους μετά τις μεταρρυθμίσεις τού Σόλωνος3. το θηλ. θῆσσα και αττ. τ. θῆτταα) φτωχή μισθωτή κόρη, υπηρέτριαβ) (ως επίθ. για πράγματα) θητική, δουλική, λιτή («θῆσσα τράπεζα», Ευ p.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το ρ. θέω «τρέχω», μάλλον όμως πρόκειται για σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. Ζωντανό παρέμεινε στη γλώσσα το μετονοματικό ρ. θητεύω καθώς και το παρ. τού τελευταίου θητεία.ΠΑΡ. θητεύωαρχ.θητικός, θητείον.ΣΥΝΘ. αρχ. θητώνιον, θητωνώ].
Dictionary of Greek. 2013.